- δεκατιά
- η (Μ δεκατία) [δεκάτη]ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτηνεοελλ.1. ο αποδεκατισμός2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλαμσν.1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής τού ενός δεκάτου τής παραγωγής.
Dictionary of Greek. 2013.